Τρίτη

Η διαφοροποίηση του Εαυτού

 

Η διαφοροποίηση του εαυτού είναι μια σπουδαία έννοια: αναφέρεται στην ικανότητα του ανθρώπου να σκέφτεται και να αισθάνεται ως ανεξάρτητο, μοναδικό άτομο, ενώ ταυτόχρονα παραμένει συνδεδεμένος με άλλους ανθρώπους. Η διαφοροποίηση του εαυτού μοιάζει να είναι, περίπου, ισοδύναμη με τη συναισθηματική ωριμότητα.


Ο άνθρωπος αναπαράγει τα μοτίβα συμπεριφοράς που έχει μάθει στην οικογένειά του, σε όλα πλαίσια στα οποία εντάσσεται στην ενήλικη ζωή του- σχέση, φιλία, εργασία. Κάθε γονιός μεταβιβάζει στα παιδιά του το βαθμό της συναισθηματικής διαφοροποίησης που έχει ο ίδιος κληρονομήσει από τους δικούς του γονείς. Η γονική προβολή ξεκινάει από πολύ μικρή ηλικία. Σε όλους έχουν δοθεί ταμπέλες σχετικά με το ποιοι είναι -το καλό, το ευαίσθητο, το δύσκολο παιδί- και όλοι έχουν «φορτωθεί» με κάποιες από τις προσδοκίες των γονιών τους σχετικά με το τι επιλογές θα κάνουν. Συνεπώς, η διαφοροποίηση έχει να κάνει με την επίγνωση ότι τα συναισθήματα, οι προσδοκίες και οι ρόλοι που κάποιος βιώνει είναι σημαντικό να αφορούν σε δικές του συνειδητές επιλογές και όχι σε προγραμματισμούς, άγραφους κανόνες, προσδοκίες και προβολές συνειδητές ή ασυνείδητες της οικογένειας καταγωγής.

Ο καθένας από εμάς, λοιπόν, μεγαλώνοντας έχει να αντιμετωπίσει δύο έντονες εσωτερικές φωνές: τη μια που του λέει να διαχωριστεί συναισθηματικά από την οικογένειά του και να αρχίσει να σκέφτεται, να αισθάνεται και να συμπεριφέρεται ως ένα ανεξάρτητο άτομο και την άλλη που τον ωθεί να μείνει συναισθηματικά προσκολλημένος στην οικογένειά του. Κάθε μικρό βήμα προς την κατεύθυνση της διαφοροποίησης του εαυτού έρχεται σε σύγκρουση με τις εσωτερικές φωνές που ορίζουν όμοια τα μέλη της οικογένειας όσον αφορά σε σημαντικές πεποιθήσεις, φιλοσοφικές αρχές, αξίες και συναισθήματα.

Ο οικογενειακός θεραπευτής Murray Bowen αναφέρει ότι η αλλαγή του ατόμου γίνεται «προς τα μέσα», µε προσωπικά κριτήρια κατά την πορεία ωρίμανσης του ατόμου, μέσα από νέες εμπειρίες και γνώσεις. Δε μπορεί, όμως, το άτομο να μετακινηθεί από εξωτερική πίεση.

Η δύναμη της διαφοροποίησης δίνει έμφαση στον εαυτό, ορίζει τις αρχές και τη συμπεριφορά του ατόμου με όρους όπως «αυτό νομίζω ή πιστεύω εγώ» και «αυτό θα κάνω ή δεν θα κάνω εγώ» χωρίς να επιβάλλει τις δικές του αξίες ή πεποιθήσεις στους άλλους.

Η αρχή για τη διαφοροποίηση γίνεται όταν το άτομο μάθει να παρατηρεί περισσότερο και να αντιδρά λιγότερο μέσα στην οικογένεια του, όταν επιχειρεί να παρατηρήσει τον εαυτό του με σκοπό να κατανοήσει τις σκέψεις και τα συναισθήματα του, τα οποία καθορίζουν τη συμπεριφορά και τις επιλογές του. Η διαφοροποίηση εαυτού έχει να κάνει με το πόσο μπορεί να έχει τα δικά του συναισθήματα, τις δικές του σκέψεις, τις δικές του απόψεις και να κάνει τις δικές του επιλογές από την οικογένεια ή από το γονιό με τον οποίο είναι πιο κοντά.

Το άτομο με χαμηλό επίπεδο διαφοροποίησης είναι πιο δεκτικό στις γονικές προβολές και δυσκολεύεται με τη διαδικασία της ωρίμανσης. Οι συναισθηματικές του αντιδράσεις απορρέουν από έλλειψη προσωπικού χώρου, από σύγχυση πεποιθήσεων και διάχυση της ατομικής ευθύνης. Δεν μπορεί να βρει τη δική του φωνή και τις επιθυμίες του και τείνει να μην μπορεί να διαχωρίσει τις προσωπικές του ανάγκες από αυτές των άλλων, όχι μόνο μέσα στην οικογένεια, αλλά και σε όλες τις σημαντικές σχέσεις του. Πιστεύει πως οι άλλοι είναι υπεύθυνοι για τη δυστυχία του ή την ευτυχία του. Όσο πιο χαμηλά βρίσκεται στην σκάλα της διαφοροποίησης, τόσο πιο πιθανή είναι η υιοθέτηση θρησκευτικών δογμάτων, πολιτιστικών αξιών, προκαταλήψεων.

Όταν υπάρχει χαμηλή διαφοροποίηση, η αλήθεια δεν είναι τα γεγονότα αυτά καθαυτά αλλά η εσωτερική συναισθηματική κατάσταση. Το άτομο δε διαχωρίζει το συναίσθημα ή την αλήθεια από το γεγονός και ζει στον κόσμο των συναισθημάτων όπου η υποκειμενικότητα υπερισχύει της λογικής διεργασίας. Συνήθως, απλά αντιδρά στο περιβάλλον του, παρουσιάζει μια έλλειψη ικανότητας για αυτονομία, καθοδηγείται από τα συναισθήματά του και τις αντιδράσεις των άλλων και μπορεί να θυσιάζει την ατομικότητά του για χάρη της αποδοχής και της έγκρισης από τους άλλους. Έτσι, είτε συγχωνεύεται με τον άλλο, είτε αποφεύγει τις στενές σχέσεις γιατί τις βιώνει απειλητικά, φοβάται ότι θα χάσει την ατομικότητά του.

Ο διαφοροποιημένος άνθρωπος συνδυάζει την ικανότητα να σκέφτεται λογικά με την ικανότητα να παραμένει σε επαφή με τα συναισθήματά του και να τα εκφράζει. Είναι ικανός να νιώσει γνήσιο ενδιαφέρον για τους άλλους, χωρίς να περιμένει κάτι σε αντάλλαγμα. Διαθέτει σημαντική αυτογνωσία και είναι αυθεντικός, έχει ρεαλιστικές προσδοκίες από τον ίδιο, αλλά και από τους άλλους, χωρίς να παίρνει ακραίες θέσεις.

Το διαφοροποιημένο άτομο προσαρμόζεται και διατηρεί την αυτονομία του στις οικογενειακές και άλλες σημαντικές σχέσεις, έχει σαφείς αξίες και πεποιθήσεις, είναι ευέλικτο και έχει προσωπικούς στόχους. Επιπλέον, ανταποκρίνεται καλύτερα στις στρεσογόνες καταστάσεις της ζωής.

Υψηλή διαφοροποίηση σημαίνει να γνωρίζω ξεκάθαρα τι θέλω και τι χρειάζομαι και να μπορώ να βάζω όρια στον εαυτό μου και στους άλλους. Όσο πιο διαφοροποιημένος είμαι, τόσο περισσότερο είμαι σε θέση να εμπλακώ στενά με τους άλλους, χωρίς όμως να συγχωνεύομαι μαζί τους. Στόχος είναι να είμαι ο εαυτός μου, με τη μικρότερη δυνατή επιρροή από τις απόψεις και τις συμπεριφορές των άλλων, ακόμα και όταν βρίσκομαι σε ένα σύστημα συναισθηματικής αναταραχής.

Δεν είναι εύκολο να διαφοροποιηθεί κανείς πλήρως από την οικογένεια προέλευσής του, άλλωστε, υπάρχει συχνά η παγίδα να περάσει στο άλλο άκρο και να αποκοπεί συναισθηματικά, στην προσπάθεια του να πάρει αποστάσεις. Αυτό δε σημαίνει ότι πέτυχε τη διαφοροποίηση, καθώς αυτή απαιτεί το να μπορεί κανείς να έχει υγιείς διαπροσωπικές σχέσεις και να ισορροπεί ανάμεσα στο συναισθηματικό και γνωστικό του κόσμο. Εν ολίγοις, πρόκειται περισσότερο για μια αδιάκοπη προσπάθεια παρά για μια κατάσταση που κατακτιέται.

Για να επιτευχθεί αυτή η υγιής διαφοροποίηση -που είναι άλλωστε απαραίτητη για την ενηλικίωση μας- χρειάζεται να μάθουμε να ενεργούμε με βάση τα πιστεύω μας και τις πεποιθήσεις μας. Να μάθουμε να δηλώνουμε τις θέσεις μας ξεκάθαρα: εγώ σκέφτομαι, εγώ πιστεύω, εγώ είμαι. Η ικανότητα να μπορούμε να πούμε «εγώ»- να λέμε «ναι» χωρίς θυμό και «όχι» χωρίς τύψεις- είναι μια θέση συνύπαρξης και ταυτόχρονα οριοθέτησης μέσα στις σχέσεις μας. (Bowen)

Το επίπεδο διαφοροποίησης που μοιράζεται η οικογένεια είναι πολύ σημαντικός παράγοντας για την αυτοεκτίμηση που νιώθουμε, την ικανότητα προσωπικής ανάπτυξης, την ωριμότητα, το δικαίωμα επιλογής και τη διαχείριση της ελευθερίας.

Όσο κι αν δουλεύει κανείς με τον εαυτό του, όσο κι αν προσπαθεί να ξεφύγει από τον προγραμματισμό που αφορά σε μοτίβα σχέσεων και συμπεριφορών που έμαθε καθώς μεγάλωνε, κάποιες φορές θα γυρνά στο παλιό. Ταυτόχρονα όμως, κάθε φορά, με ολοένα και μικρότερη προσπάθεια και κόστος, θα βρίσκει τρόπο να επιστρέφει στο καινούριο που έχει μέσα ανακούφιση, ηρεμία και χαρά.


Μπουμπούλη Αγγελική
         Ψυχολόγος